Άκου η βροχή απόψε τα μεσάνυχτα
πώς στάζει αργά στάλα με στάλα
στου πύργου της Ψυχής μου που εγκρεμίστηκε
την έρημη μεγάλη σάλα,
όπου γυρνάν οι νυχτερίδες, -ω! οι σκέψεις μου
οι μαύρες, οι πικρές κ' οι λυπημένες-,
χτυπαν πάνω στους τοίχους που εραγίσανε
και πέφτουνε βαρειές και πληγωμένες..